Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐν Λυκείῳ

См. также в других словарях:

  • Λυκείῳ — Λύκειον the Lyceum neut dat sg Λύκειος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκείῳ — λύκειον the Lyceum neut dat sg λύκειος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκείωι — Λυκείῳ , Λύκειον the Lyceum neut dat sg Λυκείῳ , Λύκειος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκείωι — λυκείῳ , λύκειον the Lyceum neut dat sg λυκείῳ , λύκειος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

  • Коттуниос, Иоаннис — Иоаннис Коттуниос Ἰωάννης Κωττούνιος Иоаннис Коттуниос …   Википедия

  • διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… …   Dictionary of Greek

  • ευφόρμιγξ — εὐφόρμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ή παίζει ωραία τη φόρμιγγα, τη λύρα («σὺν εὐφόρμιγγι Λυκείῳ», Ανθ. Παλ.) 2. (για λυρική μουσική) αυτός που συνοδεύεται από ωραία λύρα, ο πολύ μελωδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φόρμιγξ «λύρα»] …   Dictionary of Greek

  • λύκειο — Το ανώτατο σκέλος της ελληνικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παλαιότερα, οι αντίστοιχες τάξεις του λ. υπάγονταν στο γυμνάσιο και λ. ονομάζονταν μόνο τα ιδιωτικά σχολεία και μερικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (όπως το Βαρβάκειο), στα οποία… …   Dictionary of Greek

  • περιδινώ — έω, ΝΜΑ 1. περιστρέφω γρήγορα κάτι, στροβιλίζω («τυφὼν ἐπιγενόμενος καὶ περιδινήσας τὴν ναῡν», Λουκιαν.) 2. πάπ. περιδινούμαι, έομαι υφίσταμαι περιδίνηση, στροβιλίζομαι (αρχ,) μέσ. περιδιαβάζω, στριφογυρνώ εδώ κι εκεί («εἶτα τὸ δειλινὸν… …   Dictionary of Greek

  • ραψωδώ — έω, Α [ῥαψῳδός] 1. είμαι ραψωδός, απαγγέλλω ως ραψωδός ενώπιον κοινού ποιήματα άλλων (α. «ἅ τε εὖ ῥαψῳδεῑ καὶ ἅ μή», Πλάτ. β. «οἶμαι γὰρ ἄν παῡσαι τοὺς ἐν τῷ Λυκείῳ ῥαψῳδοῡντας τἀκείνων», Ισοκρ.) 2. απαγγέλλω τα ποιήματά μου (α. «Ἡσίοδον ῥαψωδεῑν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»