-
1 Λυκείω
-
2 Λυκείῳ
-
3 λυκείω
-
4 λυκείῳ
-
5 Λυκείωι
Λυκείῳ, Λύκειονthe Lyceum: neut dat sgΛυκείῳ, Λύκειοςof: masc /fem /neut dat sg -
6 λυκείωι
λυκείῳ, λύκειονthe Lyceum: neut dat sgλυκείῳ, λύκειοςof: masc /fem /neut dat sg -
7 διατριβή
διατρῐβή, ἡ,A wearing away, esp. of Time, way or manner of spending,χρόνου τε διατριβὰς.. ἐφηῦρε.. πεσσοὺς κύβους τε
pastimes,S.
Fr.479.2: hence, abs.,1 pastime, amusement, Ar.Pl. 923, Alex. 219.4, etc.;ἐν συνουσίᾳ τινὶ καὶ δ. D.21.71
;γέλωτα καὶ δ. παρέχειν τινί Aeschin.1.175
, cf. Plu.Tim.11;τοῦ συμποσίου δ. Alex.185
;παρέσχε τοῖς κωμικοῖς δ.
materiem jocandi,Plu.
Per.4, cf. Jul.Or.2.52b; place of amusement, Men.481.10, Bato 2.4.2 serious occupation, study, etc.,τοὺς ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ τῇ τοιᾷδε δ. τεθραμμένους Pl.Tht. 172c
;διατριβὰς ποιεῖσθαι περί τι Lys.16.11
, cf. Is.11.37;πρός τι Aeschin.2.38
; ;ἡ δ. τὰ πολλὰ ἐν λόγοις Pl.Ly. 204a
.b discourse,τὰς ἐμὰς δ. καὶ τοὺς λόγους Id.Ap. 37d
, cf. Grg. 484e, Isoc.12.19, etc.;αἱ πολιτικαὶ δ. D.H.10.15
.c short ethical treatise or lecture,δ. βραχέος διανοήματος ἠθικοῦ ἔκτασις Hermog. Meth.5
, cf. Suid.: title of works by Zeno, Cleanthes, etc.d school of philosophy, Ath.5.211d, al., Luc.Alex.5;Μωυσοῦ καὶ Χριστοῦ Gal. 8.579
;Ἐπικούρου δ. Numen.
ap. Eus.PE14.5; also, a place of teaching, school,ἡ ἐν τῷ κήπῳ δ. Epicur.Fr. 217
, cf. Phld.Acad.Ind.p.39 M., Luc.Nigr.25, Ath.8.350b.3 way of life, passing of time,δ. ἐν ἀγορᾷ Ar.Nu. 1055
;δ. νέων ἐν δικαστηρίοις And.4.32
; ἡ ἐν Σικελίᾳ δ. stay there, Pl.Ep. 337e; ποιεῖσθαι ἐν τῷ ὑγρῷ τὴν δ., ἐν τῇ γῇ, Arist. HA 487a20, Resp. 474b26;διατριβὰς μετ' ἀλλήλων διατ ρίβειν Aeschin. 1.147
.II in bad sense, waste of time, loss of time, delay, with or without χρόνου, E.Ph. 751, etc.;δ. ποιεῖσθαι Isoc.4.164
: pl.,δ. καὶ μελλήσεις Th.5.82
; χρόνου δ. ἐμποιεῖν, παρέχειν, Id.3.38, X.Oec.8.13, etc.;ἐμβαλεῖν Plu.Nic.20
; διατριβὴν ποτῷ ποιεῖν prolong a carouse, Alex.226.4.V sens. obsc., = συνουσία, Procop. Arc.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατριβή
-
8 κίων
Aἡ; ὁ Od.8.66
, 473, 19.38, cf. Eumel.11, Ar.V. 105, Hdt.4.184, etc.; ἡ Id.1.92, Pi.P.1.19, IG9(2).258.12 (Cierium, ii B.C.), al.:— pillar, freq. in Od. of roof- pillars, 19.38, al., cf. h.Ap.8;οἱ κ. οἱ ἐν τῷ Λυκείῳ Pl.Euthd. 303b
, cf. SIG969.10 (Piraeus, iv B.C.), al.; used as a flogging-post, S.Aj. 108, Aeschin. 1.59: prov., ἔσθι' ἐλθὼν τοὺς Μεγακλέους κίονας eat the pillars of his hall, for, being a spendthrift, he had nothing else left to give, Ar.Nu. 815.2 of natural objects, [Ἄτλας] ἔχει.. κίονας αὐτὸς μακράς, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσι Od.1.53
; [Ἄτλας] ἕστηκε κίον ' (dual)οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς.. ἐρείδων A.Pr. 351
; ὁ κ. τοῦ οὐρανοῦ (of Mount Atlas) Hdt.4.184; κίων οὐρανία, of Aetna, Pi.P.1.19; for the Pillars of Hercules, v. Ἡράκλειος 1.II columnar gravestone, AP7.163 (Leon.): distd.from στήλη, And.1.38; κ. τετράπλευρος an obelisk, Epigr.Gr. 1061 ([place name] Constantinople); any column bearing an inscription, ἀγγράψαι ἐγ κίονα λιθίναν IGl.c. (cf. p.xii); ἔσται ἡ στήλη ἐπὶ τοῦ κείονος ib.22.1368.29 (ii A.D.).IV division of the nostrils, cartilage of the nose, Ruf.Onom.37, Poll.2.79, 80.V kind of meteor, Placit.3.2.5. -
9 περιδινεύω
A hover around, prob. for sq. in S.Fr. 334 (anap.); revolve round,ἄξονας οὓς περιεδίνευον τροχοί D.S.18.27
. - έω, whirl, wheel round,κύκλῳ αὑτόν Aeschin.3.167
;τὴν κεφαλήν D.Chr.1.56
; ὁ ἥλιος π. περὶ αὐτὸν τὸν πόλον Men.Rh.p.442S.;τυφὼν π. τὴν ναῦν Luc.VH1.9
; set in motion all round, Alciphr.1.39 :—[voice] Med.,περιδινήσασθε ἀνελίγματα χαίτης AP7.485
(Diosc.); also, take a stroll,περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ Luc.Lex.2
:—[voice] Pass., to be whirled round, Ph.1.145, Ti.Locr.97c, Iamb.Myst.5.20 ; spin round like a top, X.Smp.7.3, Luc. Syr.D.36, etc.—Cf. περιδονέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιδινεύω
-
10 σχολάζω
A to have leisure or spare time, to be at leisure, have nothing to do,σὺ δ' ἢν σχολάσῃς Ar. Lys. 412
, cf. Th.4.4, etc.; διὰ τὸ μὴ σχολάζειν ὑπὸ πολέμων because they have no leisure left by the wars, Pl.Lg. 694e;ἀσχολούμεθα ἵνα σχολάζωμεν Arist.EN 1177b5
; σ. καλῶς spend one's leisure well, Id.Pol. 1337b31; σ. ἐλευθερίως καὶ σωφρόνως ib. 1326b31: c. inf., have leisure or time to do a thing, X.Cyr.2.1.9, 8.1.18, Pl.Lg. 763d, etc.II σ. ἀπό τινος have rest or respite from a thing, cease from doing, X.Cyr. 7.5.52; ἀπὸ τοῦ Κρώμνου were set free from the operations at K., Id.HG7.4.28; alsoσ. ἔργων Plu.Nic.28
.III c. dat., have leisure, time, or opportunity for a thing, devote one's time to a thing,πάντα τὸν βίον ἐσχόλακεν [ἐν] τούτῳ D.22.4
; σ. φιλοσοφίᾳ, μουσικῇ, etc., Luc.Macr.4, VH2.15;μόνῃ σ. ὑγιείᾳ Gal.6.168
; τῇ γῇ, i.e. agriculture, Sammelb. 4284.15 (iii A.D.); soπρὸς ταῦτα X.Mem.3.6.6
;πρὸς τοῖς ἰδίοις Arist. Pol. 1308b36
; ;περὶ λόγους Plu.Brut.22
;πρὸς ἐννοίᾳ.. πρὸς αὑτόν Id.Num.14
.2 c. dat. pers., devote oneself to..,τοῖς φίλοις X.Cyr.7.5.39
;ἑαυτοῖς Gal.6.810
; ὁ στρατηγὸς.. τοῖς διαφέρουσιν ἐσχόλασεν Wilcken Chr. 41 i8 (iii A.D.); esp. of students, study, attend lectures,ἐπὶ Παλλαδίῳ Phld.Acad.Ind.p.88
M.; σ. τινί devote oneself to a master, attend his lectures, σ. Καρνεάδῃ, Ἰσοκράτει, ib.p.89 M., Plu.2.844b;τοῖς φιλοσόφοις IG22.1028.34
(ii/i B.C.);μετ' Ἐπικούρου Phylarch.24J.
;παρά τισι Alciphr.1.34
.3 abs., devote oneself to learning: hence, give lectures (cf.σχολή 11
), Apollon.Perg. Con. 1 Praef.;σ. Ἀθήνησιν Phld.Rh.1.95
S.;ἐν Λυκείῳ D.H.Amm.1.5
, cf. Plu.Dem.5:c.acc.neut.,ἅπερ ἐσχολάσαμεν Demetr.Lac.Herc.1013.18
; τὰ περὶ τοῦ τέλους σχολασθέντα lectures upon.., S.E.M.11.167; of a gladiator, to be master of a school ( ludus),εἰς Ἔφεσον Rev.Arch.30
(1929).24 ([place name] Gortyn).IV of a place, to be vacant, unoccupied, Plu.CG 12, Jul.Caes. 316c: c. dat., to be reserved for,τὸ ἀπ' οὐρανοῦ κορυφῆς μέχρι σελήνης θεοῖς καὶ ἄστροις.. σχολάζει Herm.
ap. Stob.1.49.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχολάζω
-
11 ἀντεπιτειχίζω
A raise a counter-work: metaph.,Λυκείῳ τὴν Ἰταλίαν ἀ. Him.Or.7.13
: so as Dep. with [tense] pf.[voice] Pass., establish a fort in the enemy's country, Th.1.142.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντεπιτειχίζω
См. также в других словарях:
Λυκείῳ — Λύκειον the Lyceum neut dat sg Λύκειος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκείῳ — λύκειον the Lyceum neut dat sg λύκειος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυκείωι — Λυκείῳ , Λύκειον the Lyceum neut dat sg Λυκείῳ , Λύκειος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκείωι — λυκείῳ , λύκειον the Lyceum neut dat sg λυκείῳ , λύκειος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος … Deutsch Wikipedia
Коттуниос, Иоаннис — Иоаннис Коттуниос Ἰωάννης Κωττούνιος Иоаннис Коттуниос … Википедия
διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… … Dictionary of Greek
ευφόρμιγξ — εὐφόρμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ή παίζει ωραία τη φόρμιγγα, τη λύρα («σὺν εὐφόρμιγγι Λυκείῳ», Ανθ. Παλ.) 2. (για λυρική μουσική) αυτός που συνοδεύεται από ωραία λύρα, ο πολύ μελωδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φόρμιγξ «λύρα»] … Dictionary of Greek
λύκειο — Το ανώτατο σκέλος της ελληνικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παλαιότερα, οι αντίστοιχες τάξεις του λ. υπάγονταν στο γυμνάσιο και λ. ονομάζονταν μόνο τα ιδιωτικά σχολεία και μερικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (όπως το Βαρβάκειο), στα οποία… … Dictionary of Greek
περιδινώ — έω, ΝΜΑ 1. περιστρέφω γρήγορα κάτι, στροβιλίζω («τυφὼν ἐπιγενόμενος καὶ περιδινήσας τὴν ναῡν», Λουκιαν.) 2. πάπ. περιδινούμαι, έομαι υφίσταμαι περιδίνηση, στροβιλίζομαι (αρχ,) μέσ. περιδιαβάζω, στριφογυρνώ εδώ κι εκεί («εἶτα τὸ δειλινὸν… … Dictionary of Greek
ραψωδώ — έω, Α [ῥαψῳδός] 1. είμαι ραψωδός, απαγγέλλω ως ραψωδός ενώπιον κοινού ποιήματα άλλων (α. «ἅ τε εὖ ῥαψῳδεῑ καὶ ἅ μή», Πλάτ. β. «οἶμαι γὰρ ἄν παῡσαι τοὺς ἐν τῷ Λυκείῳ ῥαψῳδοῡντας τἀκείνων», Ισοκρ.) 2. απαγγέλλω τα ποιήματά μου (α. «Ἡσίοδον ῥαψωδεῑν … Dictionary of Greek